- αντάτζιο
- accapareur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αντάτζιο — (adagio). Μουσικός όρος ο οποίος υποδηλώνει τον αργό ρυθμό με τον οποίο πρέπει να παιχτεί ένα κομμάτι. Καμιά φορά α. αποκαλείται και ολόκληρο το κομμάτι. Υπάρχει επίσης και α. νον τρόπο (non troppo), που σημαίνει όχι πάρα πολύ αργά … Dictionary of Greek
λέντο — μουσ. 1. μουσικός όρος που δηλώνει ότι ένα τεμάχιο πρέπει να εκτελεστεί αργά, μεταξύ τού λάργκο και τού αντάτζιο 2. το μουσικό τεμάχιο που εκτελείται με αυτήν τη ρυθμική αγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lento «αργός»] … Dictionary of Greek
παραλλαγή — (Μουσ.). Η τροποποίηση (ρυθμική, αρμονική, μελωδική, αντιστικτική) ενός δεδομένου μουσικού θέματος. Από ιστορική άποψη, η π. ξεκινά από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού. Το προς π. «θέμα» ήταν το λειτουργικό άσμα, που, πέρα από τις διάφορες… … Dictionary of Greek